- καραβανάς
- ὁ [καραβάνα]1. ειρωνική προσωνυμία για τους αμόρφωτους και άξεστους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τού παλαιού στρατού οι οποίοι δεν προέρχονταν από στρατιωτικές σχολές2. ειρωνικός χαρακτηρισμός τών μόνιμων στρατιωτικών3. αυτός που ζει απ' ό,τι τού ετοιμάζουν οι άλλοι, ο τεμπέλης.
Dictionary of Greek. 2013.